- ευόργητος
- -η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)αρχ.1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητονη ευοργησία, η πραότητα.επίρρ...εὐοργήτως (Α)με ηπιότητα, με πραότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσ-όργητος, θε-όργητος].
Dictionary of Greek. 2013.